ἑός

ἑός
ἑός (ἑοῖο, ἑῷ, ἑόν; ἑῶν: ἑᾶς, ἑᾷ, ἑάν; ἑαῖς: ἑόν acc.)
1 his, her, their own (suus), referring to subject of sentence or clause, but v. P. 9.105 (cf. ὅς.)

αἰτέων λαοτρόφον τιμάν τιν' ἑᾷ κεφαλᾷ O. 6.60

κᾶδός τε τιμάσαις ἑόν (νέον coni. Bergk) O. 7.5 ἐκέλευσεν νεῦσαι, μιν (= Ῥόδον) —

ἑᾷ κεφαλᾷ ἐξοπίσω γέρας ἔσσεσθαι O. 7.67

ἴδε βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν O. 10.38

ἔπραξε δεσμὸν ἑὸν ὄλεθρον P. 2.41

ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρὸν ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ P. 2.91

κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι ΦρίξοςP. 4.159

μή τινα τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ, ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις P. 4.187

ἑὸν ἐρημώσαισα χῶρον (sc. δρῦς) P. 4.269

τὸν δὲ Κένταυρος ζαμενὴς μῆτιν ἑὰν εὐθὺς ἀμείβετο P. 9.38

ἐμὲ δ' οὖν τις ἀοιδᾶν δίψαν ἀκειόμενον πράσσει χρέος αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (Mosch. met. gr.: τεῶν codd., unde καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν προγόνων coni. Bergk) P. 9.105

δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

[ἑᾷ coni. Hermann: ἐμᾷ codd.,

Σ. N. 7.85

] τίς ἄρ' ἐσλὸν Τήλεφον τρῶσεν ἑῷ δορὶ; I. 5.42

ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων I. 6.69

ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν I. 8.29

τέρας δ' ἑὸν εἶπέν σφι i. e. that had happened to him

Πα. . 3. ἑάν τ' ἔφανεν φυάν Pae. 20.12

πρό]θυρον ἑόν Πα. 22. 16. ἑ]άν (cf. v. 20 ubi ἑάν del. Snell: ἑ]άν e Σ G-H supp.) Δ. 1. 3. ]πατρὸς ἑοῖο[ ?fr. 335. 8.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • .εός — ἑός , ἑός his masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …   Dictionary of Greek

  • ἑός — his masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] …   Dictionary of Greek

  • πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] …   Dictionary of Greek

  • πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα …   Dictionary of Greek

  • πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”